περιηγητικός

περιηγητικός
περιηγ-ητικός, ή, όν,
A of or befitting a περιηγητής, traditional,

ἡ κοινὴ καὶ π. δόξα Id.2.386b

; descriptive, βιβλία π. guide-books, ib.724d; τὸ τῆς Παρθίας π. the handbook of Parthia by Isidorus of Charax, Ath. 3.93e.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιηγητικός — ή, ό / ός, ή, όν, ΝΜΑ [περιηγητής] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε περιήγηση ή περιηγήσεις, τουριστικός («περιηγητικές εντυπώσεις») μσν. αρχ. ο περιγραφικός («βιβλία περιηγητικά» βιβλία που χρησιμεύουν ως οδηγοί στους περιηγητές, σαν να… …   Dictionary of Greek

  • περιηγητικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον περιηγητή ή την περιήγηση: Περιηγητικές εντυπώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιηγητικῶν — περιηγητικός of fem gen pl περιηγητικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιηγητικόν — περιηγητικός of masc acc sg περιηγητικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιηγητικῆς — περιηγητικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιηγητικήν — περιηγητικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιηγητικῶς — περιηγητικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιηγητικῷ — περιηγητικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”